Telegram Group Search
Ἀβροκόμας δὲ ὑστέρησε τῆς μάχης ἡμέραις πέντε — Аброком опоздал на битву на пять дней.


Аброком по-прежнему ролевая модель для всех опаздывающих.
Ἑλληνικὸς καφὲς ὀσημέραι. Ἡ ἑωθινὴ ὥρα. Ἔχω μίαν ὁλόκληρον ὥραν εἰς τὴν διάθεσίν μου. Πλήρης προσδοκιῶν •ἐν ἄλλοις λόγοις ἡ πνευματικὴ ζωὴ ἀρτᾶται ἐκ τῆς ποιότητος τοῦ καφέ.


Кофе по-гречески каждый день. Раннее утро. Целый час в моём распоряжении. Полон ожиданий, другими словами, духовная жизнь зависит от качества кофе.
Сегодня заметка несколько утомительная своим размером, посему прошу прощения, друзья. Это составленный мною небольшой список галлицизмов в греческом языке, в первую очередь, фразеологических и синтаксических, которые труднее увидеть, нежели простые лексические заимствования, а затем, через двоеточие, возможный "более греческий" эквивалент.

Οἱ γαλλισμοὶ τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης


ὑπὸ τὴν αἰγίδα (sous l’égide): ὑπὸ τὴν προστασίαν.
ἀκτὶς δράσεως (rayon d’action): βαθμός, μέγεθος
Ἀνατολία (Anatolie): Ἀνατολή, (Μικρὰ Ἀσία)
ἀνέκδοτον (anecdote): γέλοιον, εὐτράπελος διήγησις
ἀντιπαθής (antipathique): ἀπεχθής, μισητός
ἀντιπάθεια (antipathie): ἀποστροφή, ἀπέχθεια
ἀντιπατριώτης (antipatriote): μισόπατρις
ἀπόγειον (apogée): τὸ ἄκρον ἄωτον, ἔπακρον
ἀριστοκράτης (aristocrate): εὐγενής, ἀριστοκρατικός, ἀριστοκρατία (aristocratie): τάξις τῶν εὐγενῶν
Ἀρχιπέλαγος: Αἰγαῖον Πέλαγος
ἀτμόσφαιρα (atmosphère = ἀτμοσφαῖρα ὀρθόν ἀτμόσφαιρα)=ὁ περιέχων ἀήρ, [Ὁ Χαριτωνίδης γράφει: καὶ οἱ ἀμείλικτοι τοῦ ξενισμοῦ διῶκται, οἵτινες καὶ τὸ ἐλάχιστον φραγκισμοῦ ὄζον ἀποπέμπουσιν, δὲν ἠδυνήθησαν νὰ φύγωσι τὴν λέξιν], ἀτμόσφαιρα εὐνοϊκή (atmosphère favorable): περίστασις
Βυζάντιον-> Βυζαντιακός ἥλιος -> ἡλιακός
δρᾶμα (drame) -> γεγονός ἀπαίσιον, τρομερόν
ἐγωισμός, ἐγωϊστής (égoisme, égoiste): φιλαυτία, φίλαυτος
Ἑλληνισμός (héllenisme): Ἕλληνες, ἑλληνικόν
ἑρμητικῶς (hermétiquement): στεναγῶς
ἰδεαλισμός (idéalisme): θεωρία π.χ. ἐξέρχεται ἀπὸ τὸν κύκλον τοῦ ἰδεαλισμοῦ καὶ εἰσέρχεται εἰς τὴν σφαῖραν τῆς πραγματικότητος ΑΝΤΙ μεταβαίνει ἐκ τῆς θεωρίας εἰς τὴν πραγματικότητα
ἱστορικόν: ἰδοὺ τὸ ἱστορικὸν τῆς δίκης (voici l’historique du procès): ἰδοὺ ἡ ἱστορία τῆς δίκης ἢ ἰδοὺ πῶς ἔγινεν ἡ δίκη (τὰ προγεγεννημένα)
νεκρολογία οὐχὶ τῆς Ἑλληνικῆς κατασκεύασμα: λόγος ἐπιμνημόσυνος
νεκρόπολις (nécropole) ἀντὶ τοῦ νεκροτάφιον ἢ νεκροταφεῖον, κοιμητήριον
σκηνή (scène): ἐπὶ παντὸς γεγονότος αἴσθησιν ἐμποιοῦντος, γεγονός, συμβάν. κάμνω σκηνὲς εἴς τινα (faire une scène): ἐπιπλήττω, προσβάλλω, ὑβρίζω.
τάλαντον καὶ ταλέντο (talent): ἐπιδεξιότης, ἰδιοφυΐα
χιμαιρικός (chimérique): φανταστικός
ἀλκοολισμός: οἰνοφλυγία ἀλκοολικός: οἰνόφλυξ
ἀδυναμία (faible) ἀντὶ ἀγάπη, στοργή· ἔχει ἀδυναμία ‘ς τὸ παιδί του ἀντὶ ἔχει ἀγάπη ‘ς τὸ παιδί του
ἄκαρπος ἀπόπειρα (tentative infructueuse): ἀνωφελής, ματαία ἀπόπειρα
ἀνεβάζω (monter): εἰς τὴν θεατρικὴν γλῶσσαν ἀντὶ παριστάνω: διδάσκω
ἀνεβαίνω (monter): ἀντὶ ὑπερτιμῶμαι
ἀντλῶ (puiser): ἐρανίζομαι
ἄξιος (digne): π.χ. ἀποδεικνύομαι ἄξιος τοῦ ὀνόματός μου (je me montre digne de mon nom), ἀντὶ ἀντάξιος
ἀντίκτυπος (contre-coup): ἀποτέλεσμα, ἀπήχημα ἐν μεταφορικῇ χρήσει
ἀπήχησις (retentissement), π.χ. βαθεῖα ἀπήχησις ἀντὶ αἴσθησις, ἐντύπωσις
ἄποψις (vue): γνώμη, ἔποψις
(ὁδική) ἀρτηρία (artère): λεωφόρος, ὁδός
ἀρχαιότητες (antiquités): ἀντὶ ἀρχαῖα μνημεῖα π.χ. ἔφορος ἀρχαιοτήτων
ἀσήμαντος (insignifiant): μικροῦ λόγου ἄξιος, μικρός
ἀστήρικτος: κυρίως εἰς τὰς φράσεις π.χ. γνώμη ἀστήρικτος (opinion insoutenable) σύστημα ἀστήρικτον (système insoutenable), ἀντὶ τοῦ ἐπιθέτου ἐσφαλμένος πρβλ «ἐν τοῖς λόγοις σφάλλομαι»
ἀφιερώνομαι (se consacrer) καὶ ἀφοσιώνομαι ( se dévouer) ἀντὶ ἐπιδίδομαι
βαρύνει ἡ γνώμη καὶ βαραίνουσα γνώμη (voix préponderante) ἀντὶ ἐπικρατεῖ, ὑπερισχύει καὶ ἐπικρατοῦσα ἢ ὑπερισχύουσα ἢ ὑπερέχουσα γνώμη
βλέπω: εἰς τὴν φράσιν τὸ δωμάτιον βλέπει εἰς τὸν δρόμον (la chambre regarde la rue) ἀντὶ ἐστραμμένον.
δεδομένον (donné): ἀπόδειξις, τεκμήριον· καὶ τὸ ἐπίθετον δεδομένος εἰς τὴν φράσιν εἰς δεδομένην στιγμὴ ἀντὶ εἰς ὡρισμένην ἢ ὁποτεδήποτε παρουσιαζομένην.
δεδομένου ἢ δοθέντος ὅτι (étant donné): ἐπειδή
διάβημα ( démarche); ἀπόπειρα, προσπάθεια, ἐνέργεια
διανοούμενος (penser): λόγιος
διατρέχω (parcourir): ἀναγινώσκω ἐπιτροχάδην
δοκιμασία (épreuve): ἀτυχία, δυστυχία, ταλαιπωρία, βάσανον. π.χ. Ὁ τάδε πέρασε μεγάλη δοκιμασία μὲ τὴν ἀρρώστια του ἀντὶ τοῦ ὁ τάδε ἐβασανίσθη, ἐταλαιπωρήθη ἕνεκα τῆς ἀσθενείας/ἀρρωστίας).
ἐκπήρῶ ὑπηρεσίαν, καθῆκον, ἀποστολήν (remplir une charge, un decvoir, une mission): ἐκτελῶ.
ἐκτελῶ (exécuter) ἐκτέλεσις (exécution) ἀντὶ θανατώνω καὶ θανάτωσις ἐπὶ ἐκτελέσεως δικαστικῆς ἀποφάσεως. Γράφεται ἐνίοτε καὶ ὁ ἐκτελεσθείς.
ἐμπνέω (inspirer): ἐμπνέω ἀνησυχία, φόβον, τρόμον, γέλιο· ἐμποιῶ ἀνησυχίαν, φόβον, τρόμον, γέλωτα.
προκαλῶ: γέλιο ἀντὶ ἐμποιῶ γέλωτα, προκαλεῖ μανία: ἐμποιεῖ τὴν μανίαν
ἐννοῶ (eentendre): ἀξιῶ, ἀπαιτῶ, θέλω
ἐντατικός (intense): ἔντονος
ἐξαντλῶ (epuiser): δαπανῶ, ἐξοδεύω, φθείρω, καταστρέφω· ἐξαντλοῦμαι (se epuiser): ἀντὶ ἐξασθενῶ
ἐξωφρενικός (< ἔξω φρενῶν) (insensé): ἐξωφρενικὴ δαπάνη (dépense insensé) ἀντὶ παράλογος, ὑπερβολικός
ἐπίπεδον (niveau): βαθμός. π.χ. φθάνω εἰς τὸ ἐπίπεδον τινός (s΄élever au niveau de quelqu’un): φθάνω εἰς τὸν βαθμὸν τῆς προόδου τινος, ἐξισοῦμαι πρός τινα
ἐπιτακτικός (impérieux): π.χ. ἀνάγκη ἐπιτακτική (nécessité impérieuse), ἀντὶ ἐπείγουσα ἀνάγκη, ἰσχυρά. Ἀνάγκη ἐπιτακτικὴ θὰ ἐσήμαινε μόνον τὴν ἀνάγκην τοῦ ἐπιτάσσειν, ὡς ἐν τῇ ἀρχαίᾳ τέχνη ἐπιτακτική ἡ τέχνει τοῦ ἐπιτάσσειν.
θετικός (positif): πρακτικός, π.χ. θετικαὶ ἐπιστῆμαι ἀντὶ πρακτικαὶ ἐπιστῆμαι
θυελλώδης συζήτησις (discussion orageuse) ἀντὶ θορυβώδης, ταραχώδης.
κάμνω τὸν ἄρρωστον (faire le malade): ἀντὶ προσποιοῦμαι
κανονίζω τὴν διαφοράν ( regler le différend): ἀντὶ λύω, διαλύω. πρβλ. ἀρχαίαν φράσιν «διαλύω διαφοράς, ἔχθρας»
κατάθεσις (déposition): ἐν τῇ δικαστικῇ γλώσσῃ ἀντὶ μαρτυρία
καταφεύγω εἰς μέσα βίας (recourir à des méthodes de violence): μετέρχομαι βίαν, ποιοῦμαι χρῆσιν βίας
καταχρῶμαι τῆς ἐμπιστοσύνης (abuser de la confiance) ἀντὶ προδίδω τὴν ἐμπιστοσύνην
κρατῶ καὶ κρατούμενος (détenir, détenu) ἀντὶ φυλακίζω, φυλακισμένος
κύκλος ἐπὶ τῆς σημασίας ὁμὰς ἀτόμων (cercle): συναναστροφή
κύρωσις (sanction): ποινή
μέτρον (mesure): τρόπος π.χ. μέτρα δραστικά, περιοστικά ἀντὶ τρόποι δραστικοί κτλ
μικρὸς ἄνθρωπος (petit homme): οὐτιδανός, εὐτελής, ταπεινός
περνᾷ ὁ νόμος (passer la loi): ψηφίζεται
πνεῦμα (espirt): ἔννοια, σημασία π.χ. τὸ πνεῦμα τῆς ἐπιστολῆς, τοῦ νόμου
σημειώνω (noter): παρατηρῶ π.χ. σημειώσατε ὅτι ἀντὶ παρατηρητέον
σιδηρᾶ θέλησις (volonté de fer): ἀκλόνητος, σταθερά, ἰσχυρά
στάσις (attitude): διαγωγή, τρόπος, συμπεριφορά
συγκεκαλυμμένος λόγος (mot couvert): αἰνιγματώδης, ἀσαφής, γριφώδης
συλλογικὴ παρατήρησις (démission collective), συλλογικὸν διάβημα (démarche collectif): συνολικός, ὑπὸ τοῦ συνόλου προσώπων τῆς αὐτῆς ἰδιότητος
συνθήκη (condition): περίστασις, π.χ. τὸ ἐπιτρέπει ἡ συνθήκη νὰ πράξωμεν…
τρέχων (courant): παρών, ἐνεστώς, π.χ. τρέχων ἔτος, τρέχουσαι ὑποθέσεις
ὑποβάλλω εἰς τὴν βουλὴν πρὸς ἐπικύρωσιν κττ (soumettre): εἰσάγω
ὑποκύπτω (succomber): ἀποθνῄσκω π.χ. ὑπέκυψε στὰ τραύματά του ἀντὶ ἐτελεύτησε ἕνεκα τῶν τραυμάτων
ὑπολογίζω νὰ κάμνω (se compter faire): διανοοῦμαι, σκέπτομαι, ἔχω κατὰ νοῦν
φαντάζομαι (imaginer): νομίζω, φρονῶ
φυσικά (naturallement): ἀληθῶς, πολὺ ὀρθά, πολὺ σῳστά
φῶτα (clarté): γνώσεις π.χ. δῶσε μου τὰ φῶτα σου
χειρονομία (geste): πρᾶξις π.χ. ἔκαμε μιὰ γενναία χειρονομία
χονδρὴ ἀμάθεια (ignorance grossière): μεγάλη, παχυλή
ὠθῶ (pousser): παρορμῶ, προτρέπω
ἀπελπιστικὴ κατάστασις (état désesperé): κατάστασις γεννῶσα ἢ ἐμποιοῦσα τὴν ἀπελπισίαν
ἀποσυγκέντρωσις (décentralisation): ἀποκέντρωσις
ἀποφασιστικὴ θέλησις (volonté décidée): ἰσχυρά, ἀκλόνητος, σταθερὰ θέλησις
ἐκφυλίζομαι, ἐκφυλισμός, ἔκφυλος (dégénérer, dégénération, dégénéré): προτιμώτεραι ἐπὶ ἠθικῆς μάλιστα σημασίας διαφθείρομαι, φιαφθορά, διεφθαρμένος
ἐντυπωσιακός (sensationel): ἐπιτετηδευμένος, ὁ ἔχω σκοπὸν ὅπως προξενήσῃ ἢ ὁ προξενῶν ἐντύπωσιν π.χ. εἰδήσεις ἐντυπωσιακαί, λόγοι ἐντυπωσιακοί
ἡμίκοσμος (demi monde): ἑταῖραι
ἡμίμετρον (demi mesure): μέσον ἀτελές, τρόπος ἀτελεσφόρητος
ἡμίφως (demi jour): κάλλιον σκιόφως
ἡμίωρον (demi-heure): ἡμιώριον
ἡττοπάθεια (défaitisme) καὶ ὑποχωρητικὸς ἡττοπαθής: δειλία, ἀπαιδιοδοξία, δειλός, ἀπαισιόδοξος
προσωπικόν (personnel): ὑπάλληλοι
προσωπικότης (personnalité): ἐπιφανὲς πρόσωπον
ὑπερφυσικός (surnaturel): ὑπερφυής
ψυχραιμία (sang-froid) καὶ ὑποχωρητικός: ψύχραιμος: ἥρεμος, ἡρεμία, ἀτάραχος, ἀταραξία
ἔνστικτον (instinct): ὁρμέμφυτον
μακάβριος (macabre): νεκρικός, πένθιμος, ἀποτρόπαιος
ῥεκόρ (record): ἐπίδοσις (παρὰ τοῖς βυζαντιακοῖς δοκίμι)
ῥωμαντικός (romantique): γοητευτικός, θελκτικός, σαγηνευτικός
σουφραζέττα (suffragette): ψηφομανής
στατιστική (statistique): ἀπογραφή, καταγραφή, κατάλογος, καταστατική
ἀνεβαίνω εἰς τὴν σκηνήν (monter sur le théâtre): γίνομαι σκηνικός, ὑποκριτής, ὑποκρίνομαι πρόσωπον ἐπὶ σκηνῆς.
ἀνταποκρίνομαι εἰς τὴν πραγματικότητα (se répondre à la réalité): εἶμαι πραγματικός, ἀληθής
ἀξίζει τὸν κόπον ( il vaut la peine): εἶναι ἄξιον
ἀπὸ ἡμέρας εἰς ἡμένα (de jour en jour): ὁσημέραι
ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρόν (de temps en temps): ἐνίοτε
ἀπὸ μιᾶς στιγμῆς εἰς ἄλλην (d’un moment à l’autre): ἐξαίφνης, κατὰ πᾶσαν στιγμήν
ἀπορρίπτω τὴν εὐθύνην (rejeter la responsabilité): ἀρνοῦμαι τὴν εὐθύνην, εἶμαι ἀνεύθυνος
αὐτὴ εἶναι ἡ κατάστασις τῶν πραγμάτων (l’état des choses): οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, οὕτως ἔχει τὸ πρᾶγμα/οὕτως ἔχουσι τὰ πράγματα
αὐτὸ εἶναι/ἀποτελεῖ ἄλλην ὑπόθεσιν (c’est une autre affaire): ἄλλο τοῦτο, διαφέρει τοῦτο
βάλλω τὴν μύτην μου εἰς τὰς ὑποθέσεις ἄλλων (mettre le nez dans les affaires): ἀναμιγνύομαι εἰς ξένας/ἀλλοτρίας ὑποθέσεις, πολυπραγμονῶ
βάρος ἐτῶν (poid des années): γῆρας
βυθίζομαι εἰς τὸ σκότος (être plongé dans l’obscurité): μένω ἐντὸς τοῦ σκότους ψηλαφητοῦ, μένω εἰς τὰ σκοτεινά, εἰς σκοτάδι
δὲν σημαίνει τίποτε ἢ ἁπλῶς δὲν σημαίνει (cela ne signifie rien): δὲν ἔχει σχέσιν πρὸς τὸ προκείμενον
διάβολος ἐνσαρκωμένος (diable incarné): διαβολάνθρωπος, πονηρός
διασταυροῦμαι πρός τινα (se croiser par quelqu’un): συναντῶμαι
δίδω ἄδικον/δίκαιον (donner tort-raison): κατακρίνω, δικαιώνω
δίδω ἐξηγήσεις (donner des explications): ἀπολογοῦμαι, ἐξηγοῦμαι, δικαιολογοῦμαι
δίδω γεῦμα (donner un dîner): ἑστιῶ
δίδω τὴν χεῖρα (donner la main): δίδω εἰς γάμον
δίδω νὰ ἐννοηθῇ (donner à entendre): ὑπαινίσσομαι, ὑποδηλῶ
δίδω ὅρκον (prêter serment): ὁρκίζομαι
δίδω συγκατάθεσιν/ συναίνεσιν (donner adhésion): συμφωνῶ, συναινῶ, συγκατατίθεμαι
δίδω διαταγάς (donner des ordres): διατάσσω
εἶμαι βάρος (être à charge): βαρύνω, ἐνοζλῶ, στενοχωρῶ
εἶμαι διατεθειμένος (être disposé): θέλω
εἶμαι εἰς βάρος τινος (être à la charge de quelqu’un): συντηροῦμαι ἢ τρέφομαι ὑπό τινος
εἶμαι εἰς κατάστασιν ἢ εἰς θέσιν (être en état): δύναμαι
εἶμαι εἰς τὴν πρώτην γραμμήν (être en première ligne): εἶμαι πρῶτος, πρωτεύω, ἐξέχω, ὑπερέχω
εἶμαι ὑπό/εἰς τὰς διαταγὸς τινὸς (être aux ordres de quelqu’un): εἶμαι πρόθυμος νὰ ὑπακούσω
εἶμαι εἰς τὴν διάθεσιν τινός (être à la disposition de quelqu’un): ὑπακούω, εἶμαι ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν τινος
εἶμαι ἐκτὸς θέσεως (être hors de place): εἶμαι πεπαυμένος τῆς ὑπηρεσίας
εἶμαι ἐκτὸς μάχης (être hors de combat): εἶμαι νενικημένος, ἡττῶμαι
εἶμαι ἐν ἁρμονίᾳ μετά τινος ( être en armonie avec quelqu’un): συμφωνῶ
εἶμαι εὑρίσκομαι ἐπὶ τὰ ἴχνη τινὸς (être à la biste de quelqu’un): παρακολουθῶ ἢ ἀκολουθῶ τὰ ἴχνη τινος
εἶμαι κύριος τῆς καταστάσεως (être maître de situation): κατισχύω, ἔχω τὰ πράγματα ὑπὸ τὴν ἐξουσίαν μου
εἶμαι τῆς γνώμης (être d’avis): ἔχω τὴν γνώμην, νομίζω
εἶμαι τὸ ἀντίκειμενον τῆς ἐπιθέσεως (être l’object de l’agression): μοῦ ἐπιτίθενται, δέχομαι ἐπίθεσιν
Это чтобы вы не думали, что я весь день только кофе пью и котов глажу.
Forwarded from varia arcula nugas (Artemius Onychius)
Симонидъ Кеосскій

О путникъ, возвѣсти о насъ въ Лакедемонъ,
Что, намъ лежащимъ здѣсь, приказъ ихъ соблюденъ.

Σιμωνίδου τοῦ Κείου

ὦ ξεῖν', ἀγγέλλειν Λακεδαιμονίοις ὅτι τῇδε
κείμεθα τοῖς κείνων ῥήμασι πειθόμενοι.
Οὕτω δὲ ἐχόντων τῶν πραγμάτων — ну при таком положении дел…
This media is not supported in your browser
VIEW IN TELEGRAM
Τί ἀπέγινε «ἡ δημοκρατία»;
«Язык Михаила Атталиата (1020-1080) основан, как и у большинства византийских историков, на подражании давнопрошедшему. Тщательно отобранные образы и слова из сокровищниц древней метафоры и лексикографии составляют основные характеристики его архаичного стиля. Сюда входят, среди прочего, πυρρίχειος ὄρχησις, «пиррихий» (вместо «сражаться»), παλινῳδία «палинодия» (вместо «отступать») и такие слова как ἀγερωχία («надменная уверенность в себе», слово уже древним непонятное, но средневековый законник Атталеат к нему охотно прибегает, и ἀγερωχεῖν, ἀντισηκόω («уравнивать»), ἐνδιϊππεύω («проходить, миновать») и иные подобные.»

Τὸ ἀπόσπασμα ἐκ τοῦ βιβλίου «Βυζαντινὴ λογοτεχνία, Ἡ λόγια κοσμικὴ γραμματεία τῶν Βυζαντινῶν» ὑπό Herbert Hunger.
Без одной минуты полдень. Входящие. Да что началось-то сразу с утра, дайте хоть умыться и в окно посмотреть.
– Там ещё «ита» была.
— Какая именно?
This media is not supported in your browser
VIEW IN TELEGRAM
Как принимать душ по-гречески, а не по-французски.
Ἆρον τὸν κράββατόν σου καὶ περιπάτει (Μάρκ. 2,9)

Σκίμπους λέγε, ἀλλὰ μὴ κράββατος (Ὁ Φρύνιχος)


Καλὴν ἡμέραν, σεβαστοὶ καὶ ἀγαπητοὶ φίλοι!
Αἰτιατικὴ τροπική

Ἡ τροπικὴ αἰτιατικὴ σημαίνει τρόπον καὶ ἰσοδυναμεῖ ἐπιρρήμασιν, ὡς «τίνα τρόπον» (=πῶς); «τοῦτον τὸν τρόπον» (=οὕτω), «πάντα τρόπον» (=παντοιοτρόπως), «τρόπον τινὰ»· (=πως).

Винительный падеж образа действия характеризует способ его совершения и равнозначен наречию: «каким образом?, так, любым образом, как-нибудь».

Например: τίνα τρόπον παιδεύεσθε ὑμεῖς;

Также слова:

τὴν ταχίστην [очень, быстро]

προῖκα [даром]
Знакомый предложил назвать какую-нибудь улицу «Ул. Классической Филологии», где, по его идее, вышеозначенные филологи и должны селиться. Я же думаю, исходя из презумпции наличия у всего теневой стороны, что там, кроме этих мирных людей, будут обретаться и свои хулиганы, этакого алкивиадовского извода, спрашивающие случайных прохожих в ночи: «Гомер есть?» и получив отрицательный ответ, они ухмыляются «А если найду?» и затем бьют несчастного.
This media is not supported in your browser
VIEW IN TELEGRAM
Третье склонение (древнегреческий и кафаревуса)
Мирный договор в древности — αἱ σπονδαὶ, ныне непримиримый противник, буквально тот, с которым не достигнуто мира, заклятый враг — ἄσπονδος ἐχθρός, логично, что ἄσπονδος это ещё и ожесточенный и мира с вами не знающий и та непримиримость, что меж вами, зовётся ἡ ἀσπονδία.
Τί λέγεται γενικὴ ἀπόλυτος;

Ἐὰν θέλω νὰ εἴπω, ἐπὶ παραδείγματι, ὅτι «ἦλθεν ὁ Σωκράτης καὶ ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ», θὰ εἴπω :

1.-Σωκράτης ἐλθὼν ἤρξατο λέγων.

Ἐὰν ὅμως θέλω νὰ εἴπω ὅτι «ἀφοῦ ἦλθεν ὁ ᾿Αλκιβιάδης, ὁ Σωκράτης ἤρχισε νὰ ὁμιλῇ», τότε δὲν θὰ εἴπω:

᾿Αλκιβιάδης ἐλθών, Σωκράτης ἤρξατο λέγων,

ἀλλά:

2. –᾿Αλκιβιάδου ἐλθόντος, Σωκράτης ἤρξατο λέγων.

Ἐν τῷ πρώτῳ παραδείγματι τὸ ὑποκείμενον τοῦ κυρίου ρήματος ἦτο καὶ ὑποκείμενον τῆς μετοχῆς (Σωκράτης ἐλθών, Σωκράτης ἤρξατο). Ἐν τῷ δευτέρῳ παραδείγματι ὅμως ἡ μετοχὴ καὶ τὸ ὑποκείμενόν της εἶνε ξεχωριστὸν ἀπὸ τῆς κυρίας προτάσεως. Τὸ ὑποκείμενον τῆς μετοχῆς δὲν εἶνε ὅρος τῆς προτάσεως, ἣν προσδιορίζει. Καί ἐν ταύταις περιπτώσεσιν ἡ μετοχὴ ἐκφέρεται ἀπολύτως.


Ῥωσσιστί:

Что зовётся «генетивом абсолютом»?

Если я хочу сказать, например, что «Сократ пришел и начал говорить», я скажу:

1. Σωκράτης ἐλθὼν ἤρξατο λέγων.

Однако, если я хочу сказать, что «после того, как пришел Алкивиад, Сократ начал говорить», то я не скажу:

–᾿Αλκιβιάδης ἐλθών, Σωκράτης ἤρξατο λέγων,

но:

2. –᾿Αλκιβιάδου ἐλθόντος, Σωκράτης ἤρξατο λέγων.

В первом примере подлежащее основного глагола было также подлежащим причастия (Сократ придя, Сократ начал). Во втором примере, однако, причастие и его подлежащее отделены от главного предложения. Подлежащее причастия не является членом предложения, которое оно определяет. И в этих случаях причастие употребляется независимо.
2025/06/25 16:38:32
Back to Top
HTML Embed Code: